- θαλαμηπόλῳ
- θαλαμήπολοςattendant in a lady's chamberfem dat sgθαλαμηπόλοςfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλαμηπολώ — θαλαμηπολώ, έω (Α) [θαλαμηπόλος] 1. είμαι θαλαμηπόλος 2. (για ζώα) βάζω να ζευγαρώσουν … Dictionary of Greek